τερατοπαθολογία

τερατοπαθολογία
η, Ν
ιατρ. κλάδος τής παθολογικής ανατομικής με αντικείμενο έρευνας την ανατομία τών τεράτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + παθολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”